σκυλοδόντης

σκυλοδόντης
-α, -ικο, θηλ. και -ού, Ν
αυτός που έχει μεγάλα και μυτερά δόντια τα οποία προεξέχουν σαν τα δόντια τού σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -δόντης (< δόντι), πρβλ. κουτσο-δόντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκυλοδόντης, σκυλοδόντα — και σκυλοδοντού, σκυλοδόντικο αυτός που έχει μεγάλα δόντια και σουβλερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”